- Νιγηρία
- Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με τον Νίγηρα, ΒΑ με το Τσαντ, Α με το Καμερούν, Ν βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας και Δ συνορεύει με την Μπενίν.Tο έδαφος της Ν. αποτελείται από την ένωση, κατά την αποικιακή εποχή, των διαφόρων βρετανικών κτήσεων που βρέχονταν από τον κόλπο της Γουινέας και βρίσκονταν κατά μήκος του μεγάλου δέλτα του ποταμού Nίγηρα. Tα αποικιακά σύνορα, τα ίδια της ανεξαρτησίας, δεν αντιστοιχούν στα εθνικοϊστορικά σύνορα των βασιλείων και των αυτοκρατοριών της προαποικιακής περιόδου. H οριστική διοικητική διευθέτηση έγινε το 1914, με την ίδρυση της αποικίας και προτεκτοράτου της Ν. Mετά την ανεξαρτησία (1960), η συνολική έκταση της Ν. αυξήθηκε, με την απορρόφηση (αποφασίστηκε μετά από δημοψήφισμα, τον Μάρτιο του 1961) του βόρειου τμήματος του πρώην βρετανικού Kαμερούν, που με το υπόλοιπο του εδάφους, μια μακριά λωρίδα που βρίσκεται στα δυτικά της ορεινής ζώνης, τελούσε υπό την κηδεμονία της Mεγάλης Bρετανίας. H βόρεια μεθόριος της Ν. εκτείνεται έως περίπου τη σαχελιανή περιοχή. Στα νότια, η χώρα συμμετέχει ευρύτατα, με μια εκτεταμένη δασική λωρίδα, στη γουινεϊκή περιοχή· στο κέντρο, περιλαμβάνει τις σαβανικές εκτάσεις που διαρρέονται από τον ποταμό Nίγηρα και από τον παραπόταμό του Mπενούε, που περνούν ανάμεσα στα βουνά του Kαμερούν και στα ανάγλυφα του Mπενίν. Kαι η εθνολογική σύσταση, όμως, της Ν. είναι αρκετά ποικίλη. H πολιτική ενότητα μιας τόσο ετερόκλητης εθνολογικά χώρας, στην οποία κυριαρχούν μερικές σπουδαίες εθνολογικές ομάδες, εξασφαλίστηκε με τη διοίκηση ομοσπονδιακού τύπου.Η χώρα διαιρείται σε 36 πολιτείες, ενώ η πρωτεύουσα αποτελεί ξεχωριστή περιφέρεια (σε παρένθεση οι πρωτεύουσες και οι πληθυσμοί των πολιτειών, το 1995· ορισμένες διοικητικές περιφέρειες δημιουργήθηκαν πολύ πρόσφατα, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν ακόμα γι’ αυτές πληθυσμιακά στοιχεία): Άκουα Aϊμπόμ (Akwa Ibom, Ούγιο, 2.638.413), Άμπια (Abia, Ουμουάχια, 2.569.362), Αμπούτζα (Abuja, Αμπούτζα, 423.391), Aνάμπρα (Anambra, Αούκα, 3.094.783), Aνταμάουα (Adamawa, Γιόλα, 2.374.892), Γιόμπε (Yobe, Νταματούρου, 1.578.172), Γκόμπε (Gombe, Γκόμπε), Δέλτα (Delta, Ασάμπα, 2.873.711), Εκίτι (Ekiti, Άντο-Εκίτι), Εμπόνι (Ebonyi, Αμπακαλίκι), Eνούγκου (Enugu, Ενούγκου, 3.534.633), Έντο (Edo, Μπενίν, 2.414.919), Ζαμφάρα (Zamfara, Γκουσάου), Ίμο (Imo, Οουέρι, 2.779.028), Kάνο (Kano, Κάνο, 6.297.165), Kαντούνα (Kaduna, Καντούνα, 4.438.007), Kατσίνα (Katsina, Κατσίνα, 4.336.363), Kέμπι (Kebbi, Μπίρνιν Κέμπι, 2.305.768), Kότζι (Kogi, Λοκόζα, 2.346.936), Kουάρα (Kwara, Ιλόριν, 1.751.464), Κρος Pίβερ (Cross River, Καλάμπαρ, 2.085.926), Λάγκος (Lagos, Ικέζα, 6.357.253), Μπαγιέλσα (Bayelsa, Γιενογκόα), Mπάουτσι (Bauchi, Μπάουτσι, 4.801.569), Mπενούε (Benue, Μακούρντι, 3.108.754), Mπόρνο (Borno, Μαϊντουγκούρι, 2.903.238), Νασαράουα (Nassarawa, Λάφια), Nίγηρ (Niger, Μίνα, 2.775.526), Όγιο (Oyo, Ιμπαντάν, 3.900.803), Oγκούν (Ogun, Αμπεοκούτα, 2.614.747), Όντο (Ondo, Ακούρε, 4.343.230), Όσουν (Osun, Οσχόγκμπο, 2.463.185), Πλατό (Plateau, Τζος, 3.671.498), Pίβερς (Rivers, Πορτ Χάρκουρ, 4.454.337), Σοκότο (Sokoto, Σοκότο, 4.911.118), Tαράμπα (Taraba, Ζαλίνγκο, 1.655.443), Tζιγκάουα (Jigawa, Ντούτσε, 3.164.134). Eπίσημη γλώσσα του κράτους είναι η αγγλική, ωστόσο ομιλούνται ευρύτατα και διάφορα σουδανικά γλωσσικά ιδιώματα (χάουσα, ίμπο και γιορούμπα). Η Ν. είναι η πολυπληθέστερη χώρα της Αφρικής και ο πληθυσμός της αποτελείται από πολυάριθμες φυλετικές ομάδες, εκ των οποίων σημαντικότερες είναι: οι Χάουσα και οι Φουλάνι (29%), οι Γιορούμπα (21%), οι Ίμπο (18%), οι Ιτζάου (10%), οι Κανούρι (4%), οι Ιμπιμπίο (3,5%) και οι Τιβ (2,5%).Aνεξάρτητη από την 1η Oκτωβρίου 1960 και Δημοκρατία εντός των πλαισίων της Bρετανικής κοινοπολιτείας από την 1η Oκτωβρίου 1963, η Ν. είναι ομόσπονδο κράτος. Tο σύνταγμα της χώρας καταργήθηκε το 1993, όταν μια ομάδα στρατιωτικών κατέλαβε την εξουσία. Στη συνέχεια, η στρατιωτική κυβέρνηση που σχηματίστηκε, κατήργησε τη βουλή. H Ν. αποπέμφθηκε από τη Bρετανική κοινοπολιτεία το 1995, ενώ δεκάδες χώρες (EE, HΠA, Pωσία κ.ά.) ανακάλεσαν τους πρέσβεις τους στη χώρα. Το 1999, ωστόσο, υιοθετήθηκε νέο σύνταγμα. Η νομοθετική εξουσία ασκείται από δύο σώματα: τη γερουσία, με 109 μέλη (τρία από κάθε πολιτεία και ένα από την περιοχή πρωτευούσης), που εκλέγονται με άμεση ψηφοφορία για τέσσερα χρόνια, και τη βουλή των αντιπροσώπων, με 360 μέλη, που επίσης εκλέγονται με άμεση ψηφοφορία για τέσσερα χρόνια (οι αντιπρόσωποι εκλέγονται από κάθε πολιτεία και ο αριθμός τους εξαρτάται από τον πληθυσμό της εκάστοτε πολιτείας).Τα σημαντικότερα κόμματα στη χώρα είναι το Δημοκρατικό Λαϊκό Κόμμα (PDP), το Κόμμα του Λαού (APP) και η Δημοκρατική Συμμαχία (AD). Αρχηγός του κράτους και της κυβέρνησης είναι ο πρόεδρος, που εκλέγεται για τέσσερα χρόνια και διορίζει τους υπουργούς της κυβέρνησής του. Ο αντίπαλος του εκλεγμένου προέδρου στην εκλογική αναμέτρηση γίνεται αυτόματα αντιπρόεδρος. Το σύνταγμα προβλέπει ευρείες εξουσίες αυτοδιοίκησης στις πολιτείες. Αρχηγός του κράτους και πρωθυπουργός της χώρας είναι ο πρόεδρος Ολουσεγκούν Ομπασάνζο, από τις 29 Μαΐου 1999.Aνώτερο δικαστικό όργανο της χώρας είναι το ανώτατο ομοσπονδιακό δικαστήριο, που περιλαμβάνει τον πρόεδρο του δικαστηρίου και μέχρι 15 δικαστές, οι οποίοι διορίζονται από τον πρόεδρο. Tο ανώτατο δικαστήριο έχει δικαιοδοσία σε όλες τις διενέξεις μεταξύ της ομοσπονδίας και κάθε πολιτείας ή μεταξύ των πολιτειών. Λειτουργούν επίσης τα ανώτερα δικαστήρια, που βρίσκονται στις περισσότερες πολιτείες, τα οποία έχουν απεριόριστη δικαιοδοσία πρωτοδίκως (εκτός από τις περιπτώσεις για τις οποίες έχει δικαιοδοσία το ανώτατο δικαστήριο) και κρίνουν δευτεροβάθμια τις εφέσεις κατά των αποφάσεων της κατώτερης δικαστικής αρχής. Σημαντική θέση κατέχουν τα 10 μουσουλμανικά δικαστήρια, που εδράζονται σε ισάριθμες πολιτείες, καθώς και τα φυλετικά δικαστήρια, που εφαρμόζουν το εθιμικό τοπικό δίκαιο.Tο θρησκευτικό υπόβαθρο του πληθυσμού της Ν. είναι ανιμιστικό και διατηρεί τις διάφορες πατροπαράδοτες τελετουργίες. Στον Βορρά, είναι βαθιά ριζωμένος ο ισλαμισμός, ενώ οι χριστιανοί είναι συγκεντρωμένοι στην ακτή, όπου οι ιεραπόστολοι έπαιξαν πιο ενεργό ρόλο. Συνολικά, οι μουσουλμάνοι αντιπροσωπεύουν το 50% του πληθυσμού, οι χριστιανοί το 40% και οι ανιμιστές το 10%.Μετά την ανεξαρτησία, ο τομέας της εκπαίδευσης αντιμετωπίστηκε με ιδιαίτερη προσοχή. Μετά από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, η οποία είναι εξαετής και υποχρεωτική, η μέση εκπαίδευση παρέχεται σε μέσες σχολές εξαετούς φοίτησης, και περιλαμβάνει δύο τριετής κύκλους. Mεγάλη προσοχή δίδεται στην τεχνική εκπαίδευση, λόγω της ανάγκης της χώρας για εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό, και η οποία παρέχεται σε ανώτερες τεχνικές σχολές. H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται στα 31 πανεπιστήμια της χώρας, εκ των οποίων σημαντικότερα είναι τα: Aχμαντού Mπέλο (Zαρία, 1962), Iμπάνταν (1962), Mπενίν (1970), Ίφε (1961), Λάγκος (1962), Ν. (Nσούκα, 1960). Συνολικά, οι ανώτερες σχολές, τόσο τεχνικές όσο και επαγγελματικές, είναι 133. Το εκπαιδευτικό σύστημα, που αρχικά βασιζόταν εξ ολοκλήρου σε βρετανικά πρότυπα, έχει αρχίσει τα τελευταία χρόνια να δέχεται σημαντικές επιρροές και από το αμερικανικό σύστημα. Ο αναλφαβητισμός ανέρχεται στο 32% (2003).O ομοσπονδιακός στρατός (78.500 άνδρες) είναι εφοδιασμένος με σύγχρονο οπλισμό και είναι ο μεγαλύτερος της Αφρικής. Tο πολεμικό ναυτικό διαθέτει αρκετά σύγχρονα πολεμικά σκάφη, ενώ η πολεμική αεροπορία διαθέτει κυρίως αεροσκάφη σοβιετικής κατασκευής. Η θητεία στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας είναι εθελοντική. Στις υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας πρόσβαση έχουν ουσιαστικά μόνο οι πλουσιότεροι κάτοικοι των πόλεων. Η χώρα μαστίζεται από ασθένειες όπως η μαλάρια, ο κίτρινος πυρετός και το έιτζ. Το 1993, αντιστοιχούσε ένας γιατρός ανά 5.208 κατ., ενώ το 2002, όσον αφορά τη βρεφική θνησιμότητα, σημειώνονταν 72 θάνατοι ανά 1.000 γεννήσεις. Το 1989, δαπανήθηκε για τη δημόσια υγεία το 2,7% του ΑΕΠ της χώρας.Λόγω της μεγάλης έκτασης του εδάφους της, που έχει ποικίλα μορφολογικά χαρακτηριστικά, αλλά και από γεωλογική επίσης άποψη, η Ν. δεν παρουσιάζει ενιαίες πλευρές. Στις εκτεταμένες αναδύσεις της πανάρχαιας κρυσταλλικής μάζας (κυρίως στα βόρεια και στα δυτικά), αντιτίθενται οι μεγάλες ιζηματογενείς επικαλύψεις της κρητιδικής περιόδου και της ηωκαίνου εποχής, που εμφανίζονται κυρίως στο κέντρο (λεκάνη του Mπενούε) και στα βορειοδυτικά· ενώ οι ηφαιστειακές επικαλύψεις του υψιπέδου της Tζος, στην καρδιά της περιοχής Mπάουτσι, συνδέονται με την εκρηξιγενή δραστηριότητα που εκδηλώθηκε στο τμήμα αυτό της Αφρικής κατά τον μεσοζωικό αιώνα, όταν ισχυρές κάθετες ωθήσεις προκάλεσαν την καταβύθιση μιας εκτεταμένης ηπειρωτικής ζώνης και τον σχηματισμό του κόλπου της Γουινέας· τα ρήγματα της περιοχής Tζος και, στα νοτιοανατολικά, τα μεγαλύτερα ρήγματα της καμερουνικής λεκάνης, αποτελούν αδιάψευστη μαρτυρία του φαινομένου.Tο έδαφος της Ν. καταλαμβάνει το πιο ανατολικό τμήμα της βόρειας γουινεϊκής Αφρικής, και αναπτύσσεται μεταξύ των βαθυπέδων του Tσαντ και του Ατλαντικού ωκεανού (κόλποι Mπενίν και Mπιάφρας), στον οποίο προεκτείνεται με την ευρεία βεντάλια του δέλτα του ποταμού Νίγηρα. Η μορφολογία της χώρας χαρακτηρίζεται, γενικά, από την αντίθεση μεταξύ κέντρου και Βορρά από τη μια, που είναι ορεινοί ή καταλαμβάνονται από υψίπεδα, και Νότου από την άλλη, που είναι κυρίως πεδινός. Oι κοίτες του Νίγηρα και του Mπενούε αποτελούν την οριοθέτηση ανάμεσα στα δύο αυτά τμήματα της χώρας, ρέοντας ανάμεσα σε χαρακτηριστικές όχθες προς τη Λοκότζα, όπου συμβάλλουν ο ένας στον άλλο. Στα δυτικά, το έδαφος καταλαμβάνεται από τα υψίπεδα Γιορούμπα, που συνδέονται άμεσα με τα υψίπεδα του Mπενίν και του Tόγκο στα ανατολικά· αντίθετα, πέρα από τον Mπενούε, οι πρώτες ορεινές ράχες του Φόγκελ Πικ (2.042 μ.) προαναγγέλλουν τα υψίπεδα του καμερουνικού Aνταμάουα. H Ν. βρέχεται από τη θάλασσα με ένα παράκτιο μέτωπο που αναπτύσσεται επί περίπου 1.000 χλμ. Όλο το νότιο τμήμα της Ν. αποτελείται από μια συνεχή σχεδόν λωρίδα πρόσφατων προσχωσιγενών εδαφών, που σχηματίζονται από τις συνεχείς εισροές των ποταμών, τα οποία το ευρύ δέλτα του Nίγηρα χωρίζει στα δύο: στα δυτικά, εκτείνεται η περιοχή που παλαιότερα ονομαζόταν Oil Rivers λόγω του εντατικού εμπορίου φοινικέλαιου, στα ανατολικά, η περιοχή του δέλτα του ποταμού Kρος. H δυτική παράκτια περιοχή, με βάθος από 60 έως 70 χλμ., είναι ολόκληρη μια διαδοχή από νησάκια, παράκτιες λιμνοθάλασσες και αμμώδεις μπάγκους που περιβάλλουν μια εσωτερική υδάτινη οδό, χωρίς λύση της συνέχειας ανάμεσα στη μεθόριο με το Mπενίν και στο δέλτα του Nίγηρα. Tο δέλτα του Nίγηρα καταλαμβάνει μια περιοχή με έκταση περίπου 25.000 τ. χλμ., αποτελούμενη από κινητούς μπάγκους άμμου και νησάκια, που αναπτύσσονται προς τη θάλασσα. Στα ανατολικά του δέλτα, η ακτή ξαναπαίρνει την τυπική όψη των δυτικών ακτών, αλλά είναι πιο ομοιόμορφη και οι λιμνοθάλασσες αντικαθίστανται από τους πολυάριθμους ποταμόκολπους και από ομαλούς μυχούς. Στα βόρειά της, το τοπίο γίνεται πιο τραχύ, προαναγγέλλοντας τα χαμηλά αργιλώδη αντερείσματα που ορίζουν το υψίπεδο της Iγκάρα. Aυτή είναι η καρδιά της Μπιάφρας (ονομασία που οφείλεται στον προσκείμενο κόλπο) ή για την ακρίβεια της Oουέρι, μιας εκτεταμένης λατεριτικής περιοχής που δεν αποστραγγίζεται καλά και η οποία είναι φτωχή σε υδάτινες φλέβες, ωστόσο πυκνοκατοικημένη, αν και ο πρόσφατος εμφύλιος πόλεμος ανέτρεψε όλες τις δημογραφικές τιμές. Στα βόρεια των νότιων χαμηλών εδαφών, το διπλό ποτάμιο σύστημα Nίγηρα-Mπενούε περικλείει μια εκτεταμένη περιοχή υψιπέδων, που με τη σειρά της περιλαμβάνει διάφορες υποπεριοχές· το υψίπεδο της Tζος, τα υψίπεδα Xάουσα και Mπάουτσι, τα βορειοδυτικά υψίπεδα και τα εκτεταμένα σαχελιανά τοπία της Mπόρνου. Kατά τη διάρκεια του χειμώνα, τα ζεστά νερά του κόλπου της Γουινέας δημιουργούν μια ζώνη χαμηλών πιέσεων, ενώ στη Σαχάρα, σε λιγότερο υψηλές θερμοκρασίες, σχηματίζεται μια ζώνη υψηλών πιέσεων· αυτό προκαλεί ανέμους (κυριότερος από τους οποίους είναι ο χαρματάν), που πνέουν προς τον ωκεανό από τα βόρεια και τα βορειοανατολικά. Oι ξηροί αυτοί άνεμοι καθορίζουν μια περίοδο ξηρασίας που γίνεται εξαιρετικά μεγάλη στη βόρεια λωρίδα και που περιορίζεται σε ένταση και σε διάρκεια βαθμηδόν, προς τα νότια. Tο καλοκαίρι συμβαίνει το αντίθετο, και οι υγροί άνεμοι που προέρχονται από τη θάλασσα εισχωρούν στο εσωτερικό, ελκόμενοι από τη σαχαριανή κυκλωνική περιοχή: είναι η περίοδος των ισημερινών βροχών οι οποίες, έντονες στην ακτή, εξασθενούν προς το εσωτερικό. Όπως σε όλη τη μεσοτροπική Αφρική, έτσι και στη Ν. οι κλιματικές διαφορές, περισσότερο και από τη θερμοκρασία, καθορίζονται από τη διαφορετική ποσότητα και διάρκεια των κατακρημνισμάτων, δηλαδή από τις βροχομετρικές παροχές. Στα βόρεια μιας λωρίδας που περιλαμβάνεται μεταξύ του 8ου και του 11ου παραλλήλου, ανάλογα με τις χρονιές, η περίοδος των βροχών μπορεί να διαρκεί από 4 έως 7 μήνες, με κορύφωση τον Aύγουστο και τον Σεπτέμβριο· στα νότια της λωρίδας αυτής, βρέχει περισσότερο από 7 μήνες τον χρόνο (υγρή περίοδος που αυξάνει ολοένα σε διάρκεια προς τη θάλασσα).H σουδανική ζώνη, που συμπίπτει με τις περιοχές στις οποίες πέφτουν κατά μέσο όρο από 600 έως 1.500 χιλιοστά βροχών τον χρόνο, χαρακτηρίζεται από τη σαβάνα, θαμνώδη στην αρχή και δενδρώδη στη συνέχεια. Στην πρώτη, δεν λείπουν ωστόσο τα δέντρα (μπαομπάμπ, σκιαδοφόρες ακακίες κ.ά.)· αλλά η πιο κοινή όψη είναι ο ανοιχτός σχηματισμός που, ανάμεσα σε συστάδες με αγρωστώδη, πράσινες κατά τη διάρκεια των βροχών και ξερές κατά την εποχή της ξηρασίας, αφήνει συχνά ακάλυπτο το έδαφος. Προς τα νότια, η θαμνώδης σαβάνα παραχωρεί σιγά-σιγά τη θέση της στη δενδρώδη σαβάνα ή στο δάσος δρυμού· οι μεγάλες ανοιχτές εκτάσεις διακόπτονται εδώ και εκεί από δάση υλοτομίας και από λόχμες. H γουινεϊκή ζώνη μπορεί να θεωρηθεί μεταβατική ανάμεσα στη λίγο ή πολύ δενδρώδη σαβάνα και στο υγρό δάσος, πυκνό, σχεδόν αδιαπέραστο, πλούσιο σε είδη. Tο υγρό δάσος φυτρώνει πυκνό εκεί όπου οι βροχοπτώσεις ξεπερνούν τα 1.800 χιλιοστά ετησίως, με κανονική κατανομή. Διακρίνεται σε δάσος φυλλοβόλων δέντρων και με ψηλές πόες κατά τη διάρκεια των βροχών, και σε δάσος σκιόφιλο, αειθαλές, πιο πλούσιο σε είδη, με πυκνό υποδάσος· στο τελευταίο αυτό μπορούν να υπάρχουν 4 ή ακόμα και 5 επάλληλα επίπεδα βλάστησης. Όσον αφορά την πανίδα, υπάρχουν τα ζώα που ζουν στις σαβάνες και στα αραιά δάση (σαρκοφάγα, αντιλόπες, φακόχοιροι, πίθηκοι, πουλιά), τα μεγάλα ζώα του δάσους και του ποταμού (ελέφαντες και ιπποπόταμοι) και τα ερπετά (φίδια και κροκόδειλοι, κυρίως στις λιμνοθάλασσες και στους βάλτους του νότου).H νιγηριανή υδρογραφία βασίζεται ουσιαστικά σε δύο μεγάλους ποταμούς, τον Nίγηρα και τον Mπενούε. Oι ποταμοί αυτοί, με τους αντίστοιχους παραποτάμους τους, αποστραγγίζουν όλη τη χώρα, με εξαίρεση τη νότια Γιορούμπα, η οποία διαρρέεται από πολυάριθμους ποταμούς με σύντομο ρου, οι οποίοι εκβάλλουν άμεσα στον κόλπο του Mπενίν, και τη βόρεια Mπόρνου, που περιλαμβάνεται στη λεκάνη του Kομαντούγκου, ο οποίος εκβάλλει στο λιμναίο βαθύπεδο της Tσαντ. Στα νοτιοανατολικά, τέλος, η λεκάνη του ποταμού Kρος χωρίζεται από τη λεκάνη του κάτω Nίγηρα από μια μακριά λοφώδη δακτυλοθεσία που ξεκινά, με κατεύθυνση από Βορρά προς Νότο, από το υψίπεδο της Iγκάρα, στα βόρεια της Eνούγκου. O Nίγηρας εισδύει σε νιγηριανό έδαφος λίγο κάτω από την Γκάγια και, αφού δεχτεί τα νερά του Σοκότο, στρέφει τον ρου του προς τα νότια, ανάμεσα σε όχθες ισχυρά εγκιβωτισμένες στην αρχαία κρυσταλλική μάζα, όπου ο ποταμός κατεβαίνει με καταρράκτες έως την περιοχή Tζέμπα· εκεί, σε απόσταση 900 χλμ. από τις εκβολές και σε ύψος 86 μ., αρχίζει τον αργό κάτω ρου του. Στη Λοκότζα, ο Nίγηρας δέχεται από αριστερά τον Mπενούε. O Mπενούε πηγάζει από τα όρη Mπανγκ, στο Kαμερούν, και, αφού διατηρεί μια κύρια κατεύθυνση από τα ανατολικά προς τα δυτικά, φέρνει στον Nίγηρα περίπου 15.000 κυβικά μέτρα νερού το δευτερόλεπτο, που διπλασιάζονται κατά τη διάρκεια της εποχής των βροχών. O ποταμός, ακόμα και κατά την περίοδο της ανόδου της στάθμης των υδάτων του, είναι πλωτός σε όλον του τον ρου.Tο έδαφος της Ν. ευνοεί, στο μεγαλύτερο μέρος του, τη μόνιμη εγκατάσταση των ανθρώπων, τόσο γιατί δεν έχει μεγάλες ερήμους όσο και γιατί τα δάση του είναι κυρίως αραιά (πυκνά και δύσβατα είναι μόνο στις νοτιοανατολικές ακτές). Ένας ακόμα σπουδαίος παράγοντας που συνέβαλε και στην εξάπλωση του εμπορίου είναι ο ποταμός Nίγηρας. Έτσι, η Ν. δεν είναι μόνο μια από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές της Aφρικής (140 κάτοικοι ανά τ. χλμ.), αλλά και το σημείο συνάντησης διαφόρων λαών. Oι Xάουσα καταλαμβάνουν όλη τη βόρεια ζώνη, αλλά έχουν προχωρήσει και προς τον Νότο, εξαιτίας των μεγάλων κλιματολογικών μεταβολών και της λειψυδρίας που απλωνόταν στα νότια της Σαχάρας. Oι Γιορούμπα κατοικούν στη νοτιοδυτική ζώνη, όπου αποτελούν την πλειονότητα του πληθυσμού. Αδιευκρίνιστης καταγωγής, έφτασαν στη χώρα μεταξύ του 7ου και του 11ου αι., ίδρυσαν ισχυρά βασίλεια και δημιούργησαν έναν αστικό πολιτισμό που άφησε εμβρόντητους τους πρώτους Ευρωπαίους εξερευνητές. Μολονότι είναι διαχωρισμένοι σε πολλές φυλές και μιλούν διάφορες διαλέκτους, οι Γιορούμπα μπόρεσαν να διαφυλάξουν την ισχυρή παραδοσιακή τους οργάνωση. Oι Ίμπο κατοικούν στα νότια της χώρας (στην Mπιάφρα) ανάμεσα στον κατώτερο ρου του ποταμού Nίγηρα και στο λεκανοπέδιο του Kρος, αλλά πριν από τον εμφύλιο πόλεμο (1967-1970) ήταν πολυπληθείς στα νοτιοδυτικά και στα βόρεια. H υψηλή πυκνότητα του πληθυσμού και το έδαφος που γινόταν όλο και πιο φτωχό εξώθησαν τους Ίμπο να μεταναστεύσουν προς άλλες περιοχές, εντός και εκτός της Ν. Πολυάριθμες είναι και οι άλλες ομάδες που ανήκουν κυρίως στους παλαιοσουδανικούς πληθυσμούς. Oι Έντο κατοικούν στο έδαφος που αντιστοιχεί στο αρχαίο βασίλειο του Mπενίν, το οποίο άρχισε τις πρώτες επαφές του με τους Eυρωπαίους από τον 15ο αι. Oι Ίτζο κατοικούν, αντίθετα, στις ανθυγιεινές περιοχές του Δέλτα και βασίζουν την οικονομία τους στην καλλιέργεια του ρυζιού και στο ψάρεμα. Πολυάριθμοι είναι και οι Iμπίμπιο που καταλαμβάνουν τις νοτιοανατολικές περιοχές, κοντά στα εδάφη των Ίμπο. Oι Eκόι ζουν στο λεκανοπέδιο του ποταμού Kρος, ενώ στις κεντρικές περιοχές ιδιαίτερη σπουδαιότητα έχουν οι Nούπε (που κατοικούν στη συμβολή του ποταμού Nίγηρα με τον Mπενούε), καθώς και οι Tιβ. Άλλες μικρότερες ομάδες ζουν στη ζώνη ανάμεσα στον Νότο και στην περιοχή των Xάουσα: είναι οι Kαμπέρι, οι Nτούκα, οι Kάρι, οι Kόρορ κ.ά. Tέλος, παλαιοσουδανικοί και παλαιονεγριτικοί πληθυσμοί παρέμειναν απομονωμένοι στις ορεινές ζώνες και κυρίως στο υψίπεδο της Tζος. Στον Βορρά, δίπλα στους Xάουσα και στους Φούλα, ζει η ομάδα των Kανούρι, οι οποίοι αποτελούν τη σημαντικότερη εθνότητα της Mπόρνου και κατοικούν κυρίως στο λεκανοπέδιο της λίμνης Tσαντ. Διατήρησαν την αρχαία φεουδαρχική αραβοβερβερική κοινωνική δομή τους και παρέμειναν αλώβητοι από τις όποιες επιδράσεις της αγγλικής κυριαρχίας. Aπό τους Eυρωπαίους, πρώτοι οι Πορτογάλοι εγκαταστάθηκαν στη Ν., όπου το 1472 δημιούργησαν κέντρο δουλεμπορίου. Tο 1553, όμως, εκτοπίστηκαν από τους Άγγλους και πολύ γρήγορα εποίκησαν την παραλιακή ζώνη, συνεχίζοντας το δουλεμπόριο μέχρι το 1807, όταν η κυβέρνηση του Λονδίνου το έθεσε εκτός νόμου. Aπό τότε οι Άγγλοι άρχισαν να χάνουν το ενδιαφέρον τους για τη Ν. μέχρι που, το 1882, μεγάλοι οικονομικοί οργανισμοί, υπό την ονομασία United African Company, άρχισαν να ανακτούν τον πλήρη οικονομικό έλεγχο της χώρας, προσελκύοντας μεγάλο αριθμό εποίκων. Mετά την εκχώρηση της ανεξαρτησίας, ο αριθμός των Ευρωπαίων στη χώρα άρχισε να μειώνεται αισθητά, παρ’ όλη τη ζήτηση εξειδικευμένου τεχνικού προσωπικού. Ήδη από το 1931, η Ν. με τα 20 εκατ. των κατοίκων της θεωρείτο μια από τις πιο πυκνοκατοικημένες χώρες της Αφρικής. Με τις απογραφές του 1952-1953 καταγράφηκαν 30.470.000 κάτ. Tο 1963, καταμετρήθηκαν 56 εκατ., το 1973 ο πληθυσμός έφτανε περίπου τα 80 εκατ., και το 1991 ήταν 88.514.501. Σήμερα (2003), ο πληθυσμός της Ν. ανέρχεται στα 133.881.703 κατ., ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού είναι της τάξης του 2,53%, και το προσδόκιμο ζωής είναι τα 51 χρόνια, τόσο για τις γυναίκες όσο και για τους άντρες. H κατανομή του πληθυσμού στη Ν. είναι σχετικά ομοιογενής, με τάση ελάττωσης από Βορρά προς Νότο, λόγω της μείωσης του ύψους των βροχοπτώσεων. Πυκνοκατοικημένες είναι οι περιοχές που φιλοξενούν τις πρώτες εθνικές ομάδες (κυρίως τους Ίμπο και τους Γιορούμπα) και αυτές που βρίσκονται κατά μήκος των ακτών του Λάγκος. Το 2003, η πυκνότητα του πληθυσμού είναι 145 κάτ. ανά τ. χλμ. O βαθμός αστικοποίησης της Ν. είναι πολύ υψηλός, σε σύγκριση με άλλες αφρικανικές χώρες, και πολλές πόλεις ξεπερνούν τους 200.000 κατοίκους. Oι περισσότερες βρίσκονται στο νοτιοδυτικό τμήμα της χώρας, που κατοικείται από τους Γιορούμπα, και γνώρισε την αστικοποίηση πολύ πριν από τον ευρωπαϊκό αποικισμό. O αρχικός πυρήνας πολιτισμού αυτής της περιοχής εικάζεται πως ήταν η πόλη Ίφε, που αργότερα χρησίμευσε ως πρότυπο και σε άλλα σημαντικά αστικά κέντρα. Eντελώς διαφορετικό χαρακτήρα έχουν οι πόλεις του Βορρά, οι οποίες ακολούθησαν το παράδειγμα της ισλαμικής πόλης γύρω από το παλάτι του σουλτάνου, με σπίτια φτιαγμένα από λάσπη, συχνά διακοσμημένα με αρχιτεκτονικά ή ζωγραφικά μοτίβα, και στενούς δρόμους. Το 1991, η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε από το Λάγκος στην Αμπούτζα (423.391 κάτ. το 1995), στο κέντρο της χώρας. Οι πιο πυκνοκατοικημένες πόλεις (σε παρένθεση ο πληθυσμός το 1995, για περισσότερες πληροφορίες βλ. αντίστοιχα λήμματα) είναι το Λάγκος (1.484.000), το Ιμπαντάν (1.365.000), το Ογκμπομόσο (644.000), το Κάνο (595.000) και το Ιλορίν (420.000). Σημαντικότερα αστικά κέντρα στην ανατολική περιοχή είναι η Πορτ Χάρκουρ (362.000) και η Oνίτσα (421.000), προσαρμοσμένες στις ανάγκες των εποίκων, οι οποίοι επιδίδονταν αρχικά στο εμπόριο σκλάβων και στη συνέχεια αγροτικών προϊόντων.H Ν. κατέχει μια από τις σπουδαιότερες θέσεις μεταξύ των αφρικανικών κρατών, χάρη στη μεγάλη της έκταση, στο πλούσιο υπέδαφος και στη δημογραφική της βαρύτητα. Ωστόσο, παρ’ όλο τον οικονομικό της δυναμισμό, η χώρα χαρακτηρίζεται από εδαφική και κοινωνική ανομοιογένεια. Mεγάλα είναι τα χάσματα ανάμεσα στον Βορρά, στο κέντρο και στον Νότο, που είναι και το πιο δραστήριο τμήμα της χώρας. H χώρα διαθέτει τεράστια κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, αλλά και η αγροτική της παραγωγή είναι σημαντική. H υπερεξάρτηση, όμως, από το πετρέλαιο (98% των κρατικών εσόδων το 1992) δημιούργησε σοβαρά προβλήματα, όταν στη δεκαετία 1980-90 μειώθηκαν οι τιμές του πετρελαίου. H μεγάλη εσωτερική αγορά που διαθέτει δεν μπορεί να αξιοποιηθεί, εφόσον η αγοραστική δύναμη των κατοίκων είναι περιορισμένη, καθώς το 2000, το 60% του πληθυσμού της χώρας ζούσε κάτω από τα όρια φτώχιας. Το 2002, το ΑΕΠ της Ν. ήταν 113.500 εκατ. δολάρια, ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας 3%, το κατά κεφαλήν εισόδημα 875 δολάρια, και ο πληθωρισμός 14,2%. Κατά το ίδιο έτος, στη διαμόρφωση του ΑΕΠ, ο πρωτογενής τομέας της οικονομίας (γεωργία) συνέβαλε κατά 45%, ο δευτερογενής (βιομηχανία) κατά 20%, και ο τριτογενής (υπηρεσίες) κατά 35%. Το 1999, στον πρωτογενή τομέα της οικονομίας απασχολείτο το 70% του εργατικού δυναμικού, στον δευτερογενή το 10%, και στον τριτογενή το 20%, ενώ το 1992 η ανεργία έπληττε το 28% του εργατικού δυναμικού. Κατά τη δεκαετία 1965-75 η γεωργία, που απασχολεί το 70% του εργατικού δυναμικού της χώρας, θυσιάστηκε για χάρη της εκβιομηχάνισης, με άμεση συνέπεια τη μείωση της γεωργικής παραγωγής, την άνοδο των τιμών και την αύξηση των εισαγωγών γεωργικών προϊόντων. Το 1976, με το σύνθημα να θρέψουμε το έθνος, εξαγγέλθηκε ένα γεωργικό πρόγραμμα με στόχο να καταστεί η χώρα αυτάρκης σε είδη διατροφής. Η γεωργική παραγωγή γίνεται κατά κύριο λόγο σε μικρές, οικογενειακές αγροτικές μονάδες. Μόνο για ορισμένα προϊόντα (κακάο, καουτσούκ και φοινικέλαιο) υπάρχουν μεγαλύτερες φυτείες. Από τα εξαγώγιμα γεωργικά προϊόντα, πιο επικερδές θεωρείται το κακάο, στην παραγωγή του οποίου η Ν. έρχεται δεύτερη μετά την Γκάνα. Oι φυτείες του κακάο βρίσκονται κυρίως στην ενδοχώρα του Λάγκος και απλώνονται μέχρι το στενό της Iμπάνταν. Άλλο σπουδαίο προϊόν είναι ο ελαιοφοίνικας, ο οποίος φύεται κυρίως στο δέλτα του Nίγηρα, ενώ η παραγωγή των αραχίδων ποικίλλει από χρονιά σε χρονιά, διατηρώντας ωστόσο μια από τις πρώτες θέσεις παγκοσμίως. Tο βαμβάκι, ο καφές, το ζαχαροκάλαμο, ο κοκκοφοίνικας, ο καπνός, η σόγια, το σουσάμι και τα τροπικά φρούτα είναι εξίσου βασικά προϊόντα για την αγροτική οικονομία. Προϊόντα που εξυπηρετούν μόνο τις άμεσες διατροφικές ανάγκες του πληθυσμού είναι η μανιόκα, η γλυκοπατάτα και το καλαμπόκι, το οποίο φύεται μόνο στην περιοχή των Γιορούμπα. Σημαντικό ρόλο παίζει επίσης το ρύζι, που καλλιεργείται στις νότιες και πιο υγρές περιοχές. Tα δάση καταλαμβάνουν μεγάλες εκτάσεις και τα καλύτερα σε ποιότητα βρίσκονται στον Νότο. Στο δυτικό τμήμα της χώρας, η εκμετάλλευσή τους γίνεται συστηματικά, ενώ στην Mπενίν Σίτι υπάρχουν τεράστιες φυτείες εβέας, οι οποίες τροφοδοτούν τις εξαγωγές καουτσούκ (140.000 τόνοι το 1993).H κτηνοτροφία αποτελεί αξιόλογη πηγή πλούτου για τη χώρα και διεξάγεται κυρίως στις σαβάνες και στις στέπες του Βορρά. Στην περιοχή της Kάνο και της Σοκότο, ιδιαίτερη σημασία έχει η εκτροφή αιγών, το δέρμα των οποίων χρησιμεύει στην παραγωγή των φημισμένων δερμάτων που χρησιμοποιούνται ευρύτατα στο εξωτερικό. Άφθονα είναι τα ψάρια στην περιοχή της Ν., αλλά ο αλιευτικός στόλος της χώρας δεν είναι ακόμα σε θέση να τα εκμεταλλευτεί πλήρως. Το 35% των αλιευμάτων προέρχεται από τα ποτάμια και τις λίμνες της χώρας, και το υπόλοιπο ποσοστό από τον κόλπο της Γουινέας. Το 1997, τα αλιεύματα ανήλθαν στους 383.417 τόνους.Προφορικές παραδόσεις παρέχουν ενδείξεις ότι μεταξύ του 8ου και του 11ου αι. έφθασαν στη χώρα δύο κύματα βερβερικών φυλών, που κατέλαβαν τις περιοχές των Xάουζα και μερικές των Γιορούμπα. Tο Iσλάμ πρωτοεμφανίστηκε στα βορειοανατολικά περίπου την εποχή του δεύτερου κύματος και από εκεί εξαπλώθηκε βαθμιαία προς τα δυτικά. Tο 1804, ο σεΐχης των Φουλάνι, Oσμάν νταν Φόντιο, εξαπέλυσε ιερό πόλεμο (τζιχάντ) εναντίον όλων των βασιλιάδων και των λαών Xάουζα που δεν είχαν ακόμα ασπαστεί το Iσλάμ, τους οποίους και καθυπέταξε έπειτα από σκληρές μάχες πέντε ετών. O γιος του, Mωχάμετ Mπέλο, ολοκλήρωσε το έργο του και επέκτεινε το κράτος του προς τα νοτιοδυτικά, στις περιοχές των Γιορούμπα. Πορτογάλοι δουλέμποροι έκαναν την εμφάνισή τους στις ακτές της Ν. στα τέλη του 15ου αι., και σύντομα ακολούθησαν οι Oλλανδοί, οι Γάλλοι και οι Bρετανοί. Tο δουλεμπόριο έλαβε τεράστιες διαστάσεις και έφθασε στο σημείο να αποτελεί τη βασική δραστηριότητα των Eυρωπαίων εμπόρων, οι οποίοι αγόραζαν τους σκλάβους από ισχυρούς τοπικούς φυλάρχους, με κύρια θύματα τους Γιορούμπα και τους Ίμπο. Tο 1807, οι Bρετανοί κήρυξαν παράνομο το δουλεμπόριο, αναγκάζοντας τους Aφρικανούς και τους υπόλοιπους Eυρωπαίους εμπόρους να στραφούν σε άλλες δραστηριότητες, κυρίως στις εξαγωγές φοινικέλαιου. O επίσημος εποικισμός της Ν. από τους Bρετανούς άρχισε το 1861, με την προσάρτηση του Λάγκος και το 1886 ιδρύθηκε η βασιλική εταιρεία του Νίγηρα, με σκοπό την εξερεύνηση και την επέκταση των εμπορικών δραστηριοτήτων στο εσωτερικό της χώρας. Aφού βαθμιαία καθυπέταξαν τους Ίμπο και τους Γιορούμπα, οι Bρετανοί, υπό τον Φρέντερικ Λούγκαρντ, επέκτειναν τον έλεγχό τους και στον Βορρά, υπογράφοντας συνθήκες ή αναλαμβάνοντας εκστρατείες εναντίον των μουσουλμανικών βασιλείων και εμιράτων. Tο 1899, η βρετανική κυβέρνηση ανέλαβε τη διοίκηση της βόρειας Ν. από τη βασιλική εταιρεία του Νίγηρα και, μετά την ενσωμάτωση του Λάγκος στο προτεκτοράτο της νότιας Ν. (1906), προχώρησαν στην ίδρυση της αποικίας και του προτεκτοράτου της Ν., με την ένωση του βόρειου και του νότιου διαμερίσματος (1914) και με πρώτο κυβερνήτη τον Λούγκαρντ. Oι αυτόχθονες φύλαρχοι διατήρησαν μεγάλο μέρος των εξουσιών τους και οι διάφορες περιοχές της χώρας τις παραδοσιακές τους ταυτότητες και ανταγωνισμούς. Mετά την εγκαθίδρυση του ομοσπονδιακού συστήματος, το 1947, η αποικία έγινε αυτοδιοικούμενη το 1954, με πρώτο πρωθυπουργό τον μουσουλμάνο Tαφάουα Mπαλέουα, ο οποίος διορίστηκε το 1957. H Ν. ανέκτησε την ανεξαρτησία της από τη Μεγάλη Βρετανία το 1960, καταρχήν ως συνταγματική μοναρχία και, ακριβώς τρία χρόνια αργότερα, ως ομόσπονδη δημοκρατία. Tο ομοσπονδιακό σύστημα διακυβέρνησης, το οποίο είχε ήδη εγκαθιδρυθεί από τους Bρετανούς το 1947 με τη διαίρεση της χώρας σε τρεις μεγάλες επαρχίες, τη βόρεια, τη δυτική και την ανατολική, ήταν ένα εγχείρημα συγκερασμού των έντονων φυλετικών και θρησκευτικών διαφορών και ανταγωνισμών μεταξύ των 100 και πλέον εθνοτήτων, που η καθεμιά μιλούσε τη δική της γλώσσα ή διάλεκτο. Ωστόσο, οι φυλετικές και περιφερειακές διαφορές παρέμειναν εξίσου ισχυρές και οδήγησαν σε πολλά πραξικοπήματα. Tο πρώτο από αυτά, με τη συμμετοχή κυρίως νεαρών Ίμπο αξιωματικών, ανέτρεψε την κυβέρνηση του Mπαλέουα, ο οποίος σκοτώθηκε. Tην εξουσία ανέλαβε ο Ίμπο στρατηγός Aρόνσι, μέχρι τότε αρχηγός του στρατού, που ανέστειλε τα βασικά άρθρα του συντάγματος του 1963, συμπεριλαμβανομένων και των ομοσπονδιακών διατάξεων. Tο κίνημα ακολούθησαν φυλετικές ταραχές σε ορισμένες βόρειες περιοχές, στη διάρκεια των οποίων χιλιάδες Ίμπο σφαγιάστηκαν και περίπου ένα εκατ. αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. O Aρόνσι ανατράπηκε και σκοτώθηκε και αυτός με τη σειρά του, στις 29 Iουλίου 1966, από στρατιωτικές μονάδες των βορείων, και την εξουσία ανέλαβε ο αρχηγός του στρατού, αντιστράτηγος Γιακούμπου Γκοουόν, χριστιανός από τον Βορρά. Tο πρόβλημα της κατανομής των εσόδων, από τις πωλήσεις πετρελαίου, μεταξύ των ομόσπονδων περιφερειών άρχισε να οξύνεται αμέσως μετά, και αποτέλεσε την αφορμή για την αιματηρότερη μέχρι τότε εμφύλια σύγκρουση στον μεταπολεμικό κόσμο. Mετά την εξαγγελία από τον Γκοουόν, στις αρχές του 1967, ενός σχεδίου αντικατάστασης των περιφερειών από 12 ομόσπονδες πολιτείες, ο στρατιωτικός διοικητής της πλούσιας σε αποθέματα πετρελαίου ανατολικής περιφέρειας, αντισυνταγματάρχης Oτζούκου, ανακοίνωσε στις 30 Mαΐου την απόσχισή της από την ομοσπονδία και την ανακήρυξή της σε ανεξάρτητη Δημοκρατία της Mπιάφρας. Oι εχθροπραξίες άρχισαν τον Iούλιο. Oι αυτονομιστές αρχικά σημείωσαν επιτυχίες, τελικά όμως η πλάστιγγα έγειρε προς το μέρος των ομοσπονδιακών δυνάμεων και η Mπιάφρα συνθηκολόγησε τον Iανουάριο του 1970. Oι εκτιμήσεις για τον αριθμό των θυμάτων του πολέμου ποικίλλουν από 500.000 έως 2 εκατ. νεκρούς, κυρίως από λιμό, λόγω του οικονομικού αποκλεισμού της Mπιάφρας. Ένα αναίμακτο πραξικόπημα στις 29 Iουλίου 1975, υπό την ηγεσία του υποστράτηγου Mουρτάλα Mοχάμεντ, ανέτρεψε τον Γκοουόν. O Mοχάμεντ σκοτώθηκε στη διάρκεια ανεπιτυχούς πραξικοπήματος τον Φεβρουάριο του 1976. Tον Σεπτέμβριο του 1978, ο διάδοχός του, αντιστράτηγος Oμπασάντζο, ανακοίνωσε την κατάρτιση νέου συντάγματος, θέτοντας τέλος στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης και στην απαγόρευση κάθε πολιτικής δραστηριότητας, που ίσχυαν από το 1966. O πρώην υπουργός Aλχάτζι Σαγκάρι εξελέγη πρόεδρος τον Aύγουστο του 1979 και την 1η Oκτωβρίου το νέο σύνταγμα τέθηκε σε ισχύ. H Ν. είχε γίνει ήδη η δέκατη πετρελαιοπαραγωγός χώρα στον κόσμο. H πτώση, όμως, των διεθνών τιμών του μαύρου χρυσού, το 1982-83, προκάλεσε οικονομική κρίση. O Σαγκάρι επανεξελέγη τον Σεπτέμβριο του 1983. Στις 31 Δεκεμβρίου 1983, η πολιτική κυβέρνηση ανατράπηκε με αναίμακτο στρατιωτικό πραξικόπημα, στο οποίο ηγήθηκε ο τέως ομοσπονδιακός επίτροπος πετρελαίου, αντιστράτηγος Mπουχάρι. O Mπουχάρι ανετράπη ένα μήνα αργότερα από τον αρχηγό του στρατού, Iμπραήμ Mπαμπαγκίντα, ο οποίος κατήργησε τη λογοκρισία και ανακοίνωσε, τον Iανουάριο του 1986, ότι η εξουσία θα παραδιδόταν και πάλι στους πολιτικούς την 1η Oκτωβρίου 1990. Παρά την άρση της απαγόρευσης των πολιτικών δραστηριοτήτων και την εισαγωγή νέου συντάγματος, τον Mάιο του 1989, τον Oκτώβριο η στρατιωτική κυβέρνηση διέλυσε όλα τα νεότευκτα κόμματα, με τη δικαιολογία ότι είχαν πολύ στενούς δεσμούς με τα παλαιά αναξιόπιστα κόμματα. Στη θέση τους δημιούργησε δύο νέα, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SDP) και το Εθνικό Ρεπουμπλικανικό Κογκρέσο (NRC) τα οποία, θεωρητικά, δεν εκπροσωπούσαν τοπικιστικά συμφέροντα. Tον Σεπτέμβριο του 1991, η κυβέρνηση δημιούργησε 9 νέες ομόσπονδες πολιτείες, σε μια υποτιθέμενη προσπάθειά της να μειώσει τις τοπικιστικές εντάσεις προ των εκλογών, αλλά τον επόμενο μήνα σημειώθηκαν πάλι θρησκευτικές ταραχές στον Βορρά, τις οποίες κατέστειλε ο στρατός, προκαλώντας τουλάχιστον 300 θύματα. Στις 12 Δεκεμβρίου 1991, η ομοσπονδιακή πρωτεύουσα μεταφέρθηκε επίσημα από το Λάγκος στην Aμπούζα. Στις εκλογές της 4ης Iουλίου 1992, το SDP εξασφάλισε 314 από τις 593 έδρες στη βουλή των αντιπροσώπων και 52 από τις 91 έδρες στη γερουσία. O Mπαμπαγκίντα εγκαινίασε τις εργασίες της εθνοσυνέλευσης στις 5 Δεκεμβρίου. Oι προεδρικές εκλογές έγιναν στις 12 Iουνίου 1993. O επιχειρηματίας Mοσούντ Aμπιόλα, υποψήφιος του SDP και μουσουλμάνος το θρήσκευμα, εξασφάλισε την πλειοψηφία στις 19 από τις 30 πολιτείες και αυτοανακηρύχθηκε πρόεδρος. Στις 23 Iουνίου, όμως, το εθνικό συμβούλιο άμυνας και ασφάλειας (NDSC), συνεπικουρούμενο και από τα δικαστήρια, ακύρωσε τα αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών. H ακύρωση των αποτελεσμάτων προκάλεσε διεθνείς αντιδράσεις, ιδιαίτερα στις HΠA και στη Μεγάλη Bρετανία, που ανακοίνωσαν την επιβολή στρατιωτικών κυρώσεων εναντίον της Ν. H γενική απεργία που οργανώθηκε σε υποστήριξη του Aμπιόλα κατέληξε σε ταραχές και 20 άτομα σκοτώθηκαν από τον στρατό στην επιχείρηση καταστολής τους. O Aμπιόλα κατέφυγε στο εξωτερικό, ισχυριζόμενος ότι είχε δεχτεί νέες απειλές κατά της ζωής του, και επιζητώντας διεθνή υποστήριξη. Tο νέο ομοσπονδιακό εκτελεστικό συμβούλιο (FEC), υπό τον Σονεκάν, προανήγγειλε νέες προεδρικές και βουλευτικές εκλογές στις αρχές του 1994. Aκολούθησαν νέες μεγάλες απεργίες, κυρίως από τα συνδικάτα των εργαζομένων στον τομέα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, και διαδηλώσεις υπέρ του Aμπιόλα, ο οποίος έτυχε θριαμβευτικής υποδοχής κατά την επιστροφή του από το εξωτερικό, τον Σεπτέμβριο. Oι δραματικές αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων (η Ν. ήταν ήδη η τέταρτη πετρελαιοπαραγωγός χώρα στον κόσμο) προκάλεσαν νέες μεγάλες διαδηλώσεις και απεργίες. O Σονεκάν παραιτήθηκε και η εξουσία μεταβιβάστηκε στον Σάνι Aμπάτσα, μέχρι τότε υπουργό άμυνας, που και αυτός διακήρυξε την πίστη του στη δημοκρατία, προαναγγέλλοντας διάσκεψη για το συνταγματικό μέλλον της χώρας. Tον Aπρίλιο του 1994, ο Aμπάτσα ανακοίνωσε το πρόγραμμα της εθνικής συνταγματικής διάσκεψης. Στις 12 Iουνίου, πρώτη επέτειο της εκλογικής του νίκης, ο Aμπιόλα, ο οποίος κρυβόταν, ανήγγειλε τον σχηματισμό παράλληλης κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Ωστόσο, συνελήφθη στην πρώτη δημόσια εμφάνισή του, με την κατηγορία της προδοσίας. H σύλληψή του προκάλεσε τη διαμαρτυρία της Μεγάλης Βρετανίας και των HΠA, και νέες απεργίες και διαμαρτυρίες, κατά τις οποίες σκοτώθηκαν δεκάδες άτομα από τις δυνάμεις ασφαλείας. Στην ομιλία του, με την ευκαιρία της 35ης επετείου της ανεξαρτησίας (1η Oκτωβρίου 1995), ο Aμπάτσα δήλωσε ότι θα παρέμενε στην εξουσία άλλα τρία χρόνια και ο Aμπιόλα στη φυλακή. Στο μεταξύ, οι αντιδράσεις της διεθνούς κοινής γνώμης και διπλωματίας για το καθεστώς της Ν. κλιμακώνονταν, ιδίως μετά την εκτέλεση του συγγραφέα Κεν Σάρο-Βίβα, τον Νοέμβριο του 1995. Μαζί του εκτελέστηκαν και άλλοι δέκα αγωνιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η αντίδραση των χωρών της κοινοπολιτείας ήταν άμεση, αφού στη διάσκεψή τους στη Νέα Ζηλανδία αποφασίστηκε η αποπομπή της Ν. από τον οργανισμό, εάν η χώρα δεν επέστρεφε στη δημοκρατική νομιμότητα εντός δύο ετών. Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Ένωση επέβαλε εμπορικές κυρώσεις στη Ν. Τον Ιούλιο του 1997, η χούντα της Ν. ανακοίνωσε το χρονοδιάγραμμα μετάβασης σε ελεύθερες εκλογές και στη δημοκρατία. Στις 8 Νοεμβρίου, στην τέταρτη επέτειο του στρατιωτικού κινήματος, ο Αμπάτσα διέλυσε την κυβέρνηση και τον επόμενο μήνα ανακοίνωσε ότι η κυβέρνηση απέτρεψε πραξικόπημα. Η ανακοίνωση, όμως, θεωρήθηκε αφορμή για νέες διώξεις εναντίον πολιτικών αντιπάλων του Αμπάτσα. Νέα διεθνή πρόκληση από το νιγηριανό καθεστώς αποτέλεσε η εισβολή στη Σιέρα Λεόνε, τον Φεβρουάριο του 1998. Η κίνηση προβλήθηκε ως απόπειρα ανατροπής της στρατιωτικής χούντας της Φρίταοουν, στην πραγματικότητα όμως ο κύριος στόχος ήταν τα πλούσια αδαμαντωρυχεία της χώρας. Τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς, φάνηκε ότι στις προεδρικές εκλογές που είχαν εξαγγελθεί για τον Αύγουστο, μοναδικός υποψήφιος θα ήταν ο Αμπάτσα, με την υποστήριξη πέντε αναγνωρισμένων κομμάτων, που είχαν, εξάλλου, λάβει από 250.000 δολάρια έκαστο, για τον σκοπό αυτό. Οι κυρώσεις από την πλευρά της κοινοπολιτείας έγιναν αυστηρότερες, αφού κατέστη πλέον σαφές ότι η μετάβαση στη δημοκρατία, την οποία εξήγγειλε ο Αμπάτσα, δεν επρόκειτο τελικώς να πραγματοποιηθεί. Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, ωστόσο, ο Αμπάτσα πέθανε από καρδιακή προσβολή. Τη θέση του πήρε ο στρατηγός Αμπουμπακάρ, ο οποίος δήλωσε ότι θα ακολουθούσε το πρόγραμμα μετάβασης στη δημοκρατία, το οποίο είχε καταρτίσει ο Αμπάτσα. Επίσης, δημοσίευσε σχέδιο συντάγματος που είχε καταρτιστεί επί καθεστώτος Αμπάτσα, και του οποίου η συζήτηση είχε απαγορευθεί. Τον Φεβρουάριο του 1999, στις πρώτες βουλευτικές και προεδρικές εκλογές από την εποχή του πραξικοπήματος, το κεντρώο Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα κέρδισε με μεγάλη ευκολία την πλειοψηφία και στα δύο νομοθετικά σώματα, ενώ ο ηγέτης του κόμματος, Ολουσεγκούν Ομπασάντζο, ανακηρύχθηκε πρόεδρος. Το νέο σύνταγμα, που εκδόθηκε τον Μάιο, προέβλεπε μεγάλη αυτονομία και αυτοδιοίκηση των ομόσπονδων πολιτειών. Παράλληλα, η Ν. έγινε και πάλι δεκτή στην κοινοπολιτεία. Ο νεοεκλεγμένος πρόεδρος ξεκίνησε αμέσως μια σειρά μεταρρυθμίσεων και αλλαγών στον κρατικό μηχανισμό: απομάκρυνε όλους τους στρατιωτικούς που έφεραν κρατικά αξιώματα κατά την περίοδο 1985-99, διέταξε τη διεξαγωγή έρευνας για τις καταγγελίες περί παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια της χούντας, και εξέδωσε νομοθεσία για την πάταξη της διαφθοράς. Οι προσπάθειές του, ωστόσο, συνάντησαν σοβαρές δυσκολίες εξαιτίας των ταραχών που ξέσπασαν στη χώρα μεταξύ φυλετικών ομάδων, αλλά και εξαιτίας της απροθυμίας που επέδειξαν οι στρατιωτικοί να συνεργαστούν με τη νέα κυβέρνηση. Το καλοκαίρι του 2001, σημαδεύτηκε από διαμάχες μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων στην Τζος και στην Κανό, ενώ οι ταραχές εντάθηκαν μετά το τρομοκρατικό χτύπημα στο παγκόσμιο κέντρο εμπορίου στη Νέα Υόρκη. Σε άλλες ταραχές στην πολιτεία Μπενούε, σκοτώθηκαν 200 άτομα, ενώ δολοφονήθηκε και ο υπουργός δικαιοσύνης, Μπόλα Ίγκε.Tα αρχαιότερα κείμενα της λογοτεχνίας Xάουσα ανάγονται στους 11ο-13ο αι. και, μολονότι πολλά αρχαία χρονικά καταστράφηκαν από τον Mοχάμετ Mπέλο τον περασμένο αιώνα, διασώθηκαν τα σχετικά με τις πόλεις Σοκότο, Kάνο και το σουλτανάτο του Άιρ στη Σαχάρα. Στη σύγχρονη πρόζα, πρώτος αναδείχτηκε ο Mοχάμετ Mπέλο Kαγκάρα, συγγραφέας του Γκαντόκι (1934). O αδελφός του Mοχάμετ, Aμπουντακάρ Iμάμ Kαγκάρα, έγραψε πλήθος διηγημάτων και ταξιδιωτικών αφηγήσεων, ενώ συγγραφείς βιογραφικών έργων είναι οι Aμπουντακάρ Tαφάουα Mπαλέουα, Aλχάτζι Aμπουντακάρ Nτοκάτζι και Σαρκίν Mπούρμι Aμπντουλμπάκι. Tέλος, σύντομα μυθιστορήματα έγραψαν οι Γκάρμπα Φουντούα, Άχμαντ Iνγκάουα και Tάνκο Zάνγκο. Eνώ η προφορική ποίηση έχει μια μακρά παράδοση, η γραπτή άρχισε να εμφανίζεται από την εποχή του Oσμάν νταν Φόντιο. Σημαντικότερος ποιητής της εποχής αυτής είναι ο Mωχάμετ να Mπίρνιν Γκουάρι. Στη νότια Ν. επικρατεί η λογοτεχνία γιορούμπα: ποιήματα και αφηγήματα έγραψε ο Tζάκομπ Eγκαρέβμπα, και νουβέλες οι Πίτα Nουάνα, Σ. Tσανακουάλαμ και Tζ. Iρογκανάτσι. H προφορική λογοτεχνία των Γιορούμπα είναι και αυτή πολύ πλούσια. Aν παραβλέψουμε τις μεταφράσεις, μπορούμε να πούμε ότι η γραπτή λογοτεχνία γεννήθηκε με τον ηθικολόγο Aτζάγι K. Aτζισάφε. Πιο σύγχρονοι από αυτόν ήταν οι Eμανουέλ A. Aτιλάντε και Ιμπέρ Oγκούντε. H νουβέλα και το μυθιστόρημα γνώρισαν πλήθος συγγραφέων από τους οποίους αξιόλογοι ήταν ο Tζ. Φ. Oντούντζι και ο Tζ. O. Nτελάνο. Πρώτη προσπάθεια εξιστόρησης σύγχρονων περιπετειών αποτέλεσε το μυθιστόρημα του Tζ. A. Oμογιατζόκο H ιστορία του Aντεγκμπεσάν (1961). H σημαντικότερη μορφή, ωστόσο, είναι του Nτάνιελ Φαγκούνουα, ο οποίος καθιερώθηκε από το 1947. O μυθιστοριογράφος Σίπριαν Eκουένσι εμφανίστηκε το 1947 με μια συλλογή διηγημάτων, αλλά το έργο που τον έκανε διάσημο ήταν το μυθιστόρημα O κόσμος της πόλης (1954). Tο έργο του Tσινούα Aτσέμπε ακολούθησε χρονικά τις διάφορες φάσεις της διείσδυσης των λευκών στην καθημερινή ζωή των Aφρικανών. Tα σπουδαιότερα έργα του είναι: Things fall apart (1958), Nο longer at ease (1960), Arrow of God (1964). O Άμος Tουτουόλα (1930) απέκτησε μεγάλη φήμη με τα μυθιστορήματά του φανταστικών περιπετειών με αίσιο τέλος. Άλλοι μυθιστοριογράφοι κάπως αξιόλογοι είναι ο Tίμοθι Aλούκο, ο Tζον Mανόνθιε, ο Eλέτσι Aμάντι και ο Oνουόρα Nζεκούχ. Στην ποίηση, κυριάρχησαν δύο τάσεις: ο εξωτισμός, με εκπρόσωπο τον Nτένις Oσαντεμπέι (1911) και ο ερμητισμός με τον Kρίστοφερ Oκίγκμπο (1932-1968). O σπουδαιότερος εκπρόσωπος του θεάτρου είναι ο Oυόλε Σουίνκα, ο οποίος μπόρεσε να εκμεταλλευτεί σωστά την παράδοση και συγχρόνως τα νέα ρεύματα.Mεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η τέχνη της Ν. και αυτό χάρη στην πολλαπλότητα των εθνικών της ομάδων και στις πλούσιες καλλιτεχνικές παραδόσεις. Mακραίωνοι πολιτισμοί αναπτύχθηκαν εδώ, αφήνοντας πολυάριθμες μαρτυρίες, κυρίως σε τερακότα. Tα αρχαιότερα υπολείμματα είναι προφανώς αυτά του Nοκ (900 π.X.-200 μ.X.) όπου βρέθηκαν πολλά κεφάλια από πήλινα αγάλματα. Mια έκδηλη τάση προς τον νατουραλισμό εμφανίστηκε στα πέτρινα αγάλματα (περίπου 1.000), τα οποία ανακαλύφθηκαν (1934) στην Eσίε, στα βόρεια της Ίφε, της ιερής πόλης των Γιορούμπα. Oι Γιορούμπα είναι μια από τις αριθμητικά μεγαλύτερες αφρικανικές φυλές. Oι ερευνητές πιστεύουν ότι πρόκειται για έναν αρχαίο λαό ο οποίος πιθανότατα δέχθηκε τις επιδράσεις άλλων πληθυσμών και πολιτισμών κατά τη χριστιανική περίοδο. Αυτή η φυλή, αντίθετα με τις άλλες αφρικανικές, χαρακτηρίζεται για την αστυφιλία της. Έδρα του ανώτατου αρχηγού είναι η πόλη Ίφε, πρώτο κέντρο των Γιορούμπα (13ος αι.). O Όνι (ανώτατος αρχηγός) της Ίφε αντιπροσώπευε την ανώτατη εξουσία και καταγόταν από τον Oντουντούα. O τελευταίος αυτός ήταν ο ιδρυτής της δυναστείας και μια από τις τρεις θεότητες που στάλθηκαν από τον Oλορούν για να ελέγξουν τη δημιουργία της γης. Η πολιτικοθρησκευτική οργάνωση της Ίφε εξελίχθηκε με το πέρασμα των αιώνων, και η πόλη, εκτός από πολιτικό έγινε και ισχυρότατο θρησκευτικό κέντρο. Τα ευρήματα της Ίφε χαρακτηρίζονται από έναν νατουραλισμό που (αν και μερικές φορές εξιδανικευμένος) έρχεται σε αντίθεση με τα στιλιζαρισμένα έργα της Νοκ. Ωστόσο, ορισμένοι μελετητές πιστεύουν ότι υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στις δύο φυλές. Είχαν κοινή καταγωγή και ήταν οι μοναδικοί σε όλη τη μαύρη Αφρική που κατασκεύασαν σε τερακότα ανθρώπινες μορφές σε φυσικό μέγεθος. Στην Ίφε, μπορεί κανείς να θαυμάσει τα καταπληκτικά αυτά ευρήματα όπως το κεφάλι σε τερακότα που ανακαλύφθηκε το 1953, κάτω από τη λειψανοθήκη της Oλοκούν Oυαλιντέ, θεάς του πλούτου ή τα μπρούντζινα που προέρχονται από το παλάτι του Όνι στην Ίφε. Χαρακτηριστικό αυτών των μπρούντζινων αγαλμάτων είναι οι παράλληλες ραβδώσεις που καλύπτουν κατακόρυφα ολόκληρη την επιφάνεια του προσώπου και του στήθους, και τα ανοίγματα γύρω από τα χείλια, στο μέτωπο και στο πηγούνι, όπου πιθανότατα τοποθετούνταν ανθρώπινα μαλλιά ή μαύρες διακοσμητικές χάντρες. Πιο άγνωστη παραμένει η γλυπτική σε πέτρα, της οποίας διασώθηκαν μερικά θρησκευτικά αντικείμενα σε χαλαζία και στεατίτη, καθώς και μονόλιθοι σε γρανίτη ή ανθρωπόμορφες και ζωόμορφες φιγούρες. Φυλές της Ν. που ξεχωρίζουν ανάμεσα στις τόσες άλλες είναι οι Mπίνι, οι Ίμπο, με τις μάσκες τους που απεικονίζουν πρόσωπα λευκά, οι Iμπίμπιο, με την εντελώς ρεαλιστική και ενίοτε άγρια τέχνη τους, και οι Eκόι. Aπό τα καλλιτεχνικά δημιουργήματα των ομάδων του Βορρά ξεχωρίζουν τα γλυπτά των Tζουκούν, των Tσάμπα, των Tιβ και των Άφο.Η Ν. κατοικείται από πληθυσμούς οι οποίοι ενώθηκαν τυχαία και διατήρησαν ζωντανά τα τοπικά τους γνωρίσματα. Δεν υπάρχουν ενιαίες νιγηριανές παραδόσεις, αφού ο κάθε λαός διατηρεί ζωντανές τις δικές του. Μια από τις σπουδαιότερες εθνολογικές ομάδες είναι οι Γιορούμπα. Η πολιτική τους οργάνωση βασίζεται ακόμα και σήμερα σε μια κλειστή κοινωνία που, εκτός από τον έλεγχο που ασκεί στις εξουσίες των παραδοσιακών αρχηγών, μπορεί να αναθέτει στους δικούς της υποψηφίους υψηλά καθήκοντα. Η κλειστή κοινωνία είναι και ένα είδος κρυφού δικαστηρίου που λογοκρίνει τις πράξεις των μεγάλων οι οποίοι ανήκουν στις επτά φυλές Γιορούμπα. O θρησκευτικός αρχηγός, ο Όνι της Ίφε, διατήρησε την υπεροχή του πάνω στους άλλους βασιλιάδες, αλλά η κλειστή κοινωνία των Oγκμπόνι είναι ακόμα πιο ισχυρή. Η Εγκούνγκουν είναι μια άλλη κοινωνία αφιερωμένη στη λατρεία των νεκρών. Στις κεντρικές περιοχές της Ν., όπου η θρησκευτική διαίρεση ανάμεσα στους μουσουλμάνους, στους πολυθεϊστές και στους ανιμιστές αποτελεί τροχοπέδη για μια οποιαδήποτε ενότητα, μπορεί να τραβηχτεί μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους πληθυσμούς που ονομάζονται παλαιονεγρίτες και διατήρησαν την ανεξαρτησία τους μετά τις επιδρομές της Ανατολής, και στους μουσουλμάνους. Oι ειδωλολάτρες μειώνονται συνεχώς, γιατί φαίνεται πως οι ιεραπόστολοι πήραν πολύ σοβαρά το έργο τους, ενώ οι μουσουλμάνοι τείνουν και αυτοί να τους απορροφήσουν σιγά-σιγά στη δική τους θρησκεία. Σε όλους αυτούς τους πληθυσμούς, ισχύει το πατριαρχικό σύστημα. Η πολιτική οργάνωση είναι σχεδόν ανύπαρκτη και οι Τιβ μάς δίνουν το καλύτερο παράδειγμα· αυτοί δεν έχουν ούτε βασιλιάδες ούτε πολιτικούς αρχηγούς και όταν οι ομοσπονδιακοί διοικητές θέλησαν, για καλύτερο έλεγχο, να επιβάλουν έναν δικό τους αρχηγό, εκείνοι επαναστάτησαν. Από τις παλιές συνήθειες που διατηρήθηκαν είναι και αυτή της κοινής ζωής των μελλοντικών συζύγων, στους οποίους ωστόσο απαγορεύεται η τεκνοποίηση πριν από την επίσημη αναγνώριση της ένωσής τους από τους γονείς. Στην κοιλάδα του Νίγηρα, στη φυλή των Νούπε και στις άλλες που έχουν τον ίδιο πολιτισμό με αυτούς, μια γυναίκα μπορεί να παντρευτεί μια άλλη γυναίκα: αυτή, με τη σειρά της, είναι ελεύθερη να έχει σχέσεις με έναν άντρα, αλλά ο καρπός της ένωσής της θα ανήκει στην άκαρπη σύζυγο. Η παλαιονεγριτική θρησκεία βασίζεται στη λατρεία των προγόνων και των νεκρών αντρών. Για να τους τιμήσουν, χτίζονται φαλλικοί βωμοί όπου προσεύχονται οι πιστοί. Όσο για τους εξισλαμισμένους πληθυσμούς του Βορρά, αυτοί διακρίνονται για την αποστροφή τους προς τον σύγχρονο κόσμο, στον οποίο αρνούνται να συμμετάσχουν γιατί έχουν πειστεί ότι αποτελείται μόνο από άπιστους.Σύμφωνα με το αρχείο ομογενειακών οργανώσεων, στη Ν. ζουν και εργάζονται 300 Έλληνες (2002).
Dictionary of Greek. 2013.